- διαζευγνύω
- (αόρ. διέζευξα) μετ.1) распрягать; 2) разъединять, разделять; разводить (мост); 3) разводить (супругов), расторгать (брак);
διαζευγνύομαι — разводиться, расходиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαζευγνύομαι — разводиться, расходиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαζευγνύω — και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω) 1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται 2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο 4. μέσ. διαζευγνύομαι (για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου αρχ. 1. λύνω από τον ζυγό 2. (το… … Dictionary of Greek
αδιάζευκτος — η, ο (Α ἀδιάζευκτος, ον) [διαζευγνύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει διαζευχθεί, δεν έχει πάρει διαζύγιο αρχ. αδιαχώριστος, αχώριστος, αδιάσπαστος … Dictionary of Greek
διαζευκτικός — ή, ό (Α διαζευκτικός, ή, όν) [διαζευγνύω] 1. ο διαχωριστικός, ο επιτήδειος στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει 2. ο επιτήδειος ή κατάλληλος για διάζευξη λόγος ή σύνδεσμος … Dictionary of Greek
διαζυγία — διαζυγία, η (Α) [διαζευγνύω] η διάζευξη … Dictionary of Greek
διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… … Dictionary of Greek
διεζευγμένος — η, ο (AM διεζευγμένος, η, ον) [διαζευγνύω] χωρισμένος (από τον ή τη σύζυγο) … Dictionary of Greek
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
ՔԵՑԵՄ — (եցի.) NBH 2 1005 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ն. ἁπάγω abduco ἁποκλείω, διαζεύγνυω, νυμι disjungo disgrego. Իբրու խզելով ʼի բաց քարշել՝ կորզել. (որպէս եւ արաբ. է քեցել, եւ խզել.) քերքել. հերքել. ʼի բաց առնել. մեկնել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)